- πανεπιστημοσύνη
- ηη ιδιότητα τού πανεπιστήμονα, η ευρεία και σχεδόν καθολική γνώση τών επιστημών, η παντογνωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πανεπιστήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανεπιστημοσύνη — η ιδιότητα του πανεπιστήμονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)